Ἀλκαίοιο

Ἀλκαίοιο
Ἀλκαῖος
masc gen sg (epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἀλκαίοιο — ἀλκαῖον tail neut gen sg (epic) ἀλκαί̱οιο , ἀλκαῖος strong masc/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπένδω — Α 1. κάνω σπονδή, χύνω από το ποτήρι μου κάτω μέρος από το περιεχόμενο υγρό, συνήθως κρασί, ως προσφορά σε κάποιον θεό (α. «αὐτάρ ἐπὴν σπείσῃς τε καὶ εὔξεαι», Ομ. Οδ. β. «σπένδων αἴθοπα οἶνον ἐπ αἰθομένοις ἱεροῑσιν», Ομ. Ιλ. γ. «σπείσασα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”